-
1 υπομνημα
- ατος τό1) воспоминание, памятьὑ. τινος Thuc., Isocr., Dem. — память о чем-л., памятник чего-л.
2) напоминание(βραχεῖ ὑπομνήματι πείθειν Thuc.)
τῆς πρόσθεν φιλίας ὑπομνήματα Xen. — напоминания о прежней дружбе3) памятная запись, деловая заметка, письменный перечень Dem.4) набросок, черновик, тж. копия(τῆς ἐπιστολῆς Plat.)
5) pl. записки, летопись Plat., Polyb.ὑπομνήματα ἱερατικά Plut. — священные книги
6) грам. письменный разбор, комментарий
См. также в других словарях:
Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… … Dictionary of Greek
Κορυδαλλεύς, Θεόφιλος — (Αθήνα 1570 – 1646). Φιλόσοφος και κληρικός. Το αρχικό του επώνυμο ήταν Σκορδαλλός, ενδεικτικό της καταγωγής του από τον ομώνυμο –τότε– αθηναϊκό συνοικισμό, τον σημερινό Κορυδαλλό. Σπούδασε στην Αθήνα, αργότερα στο, υπό παπικό έλεγχο, Ελληνικό… … Dictionary of Greek